- ευπλόκαμος
- -η, -ο (Α εὐπλόκαμος και ἐϋπλόκαμος, -ον, θηλ. και ἐϋπλοκαμίς, -ῑδος)]αυτός που έχει ωραίες πλεξούδες, ωραία κόμηνεοελλ.ζωολ. το αρσ. ως ουσ. ο ευπλόκαμοςγένος πτηνών τής οικογένειας τών φασιανιδώναρχ.1. (στον Όμ.) ως επίθ. θεαινών και γυναικών2. μτγν. και ως επίθ. παιδιών και ανδρών3. (επίθ. τών πολυπόδων, τών χταποδιών) με ωραία πλοκάμια4. (μτφ. για θάλασσα ή λίμνη) ωραίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλόκαμος].
Dictionary of Greek. 2013.